τόρμα

τόρμα
και τόρμη, ἡ, Α
1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος
2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ)
3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος συνδέεται με τη λ. τόρμος (για ετυμολ. βλ. λ. τόρμος). Ορισμένες, όμως, χρήσεις τής λ. σχετικές με τους αγώνες δρόμου και τη στροφή στο τέρμα του δρόμου (πρβλ. τις σημ. ευθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφὴ και σύμπας ή ὁ δρόμος ὁἐν τῷ ἱπποδρόμῳ ἤἡ καμπὴ ἤἡ ὕσπληξ ή τόρμη
νύσσα, καμπτήρ) παραμένουν δυσερμήνευτες και θα μπορούσαν πιθ. να οδηγήσουν στον διαχωρισμό τής λ. τόρμη από το τόρμος και στη σύνδεσή της με τη λ. τέρμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τόρμη — ἡ, Α βλ. τόρμα …   Dictionary of Greek

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”